Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΘιακός
ουσιαστικό αρσενικό variante popolare di [Ιθακήσιος] Ιθακήσια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Ιθακήσιος] Ιθακήσιος ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ dell'i`sola di i`taca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |