Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ικανοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 soddisfazio`ne ~f~ ζητώ ικανoπoίηση == chiedere soddisfazione
2 diritto risarcime`nto ~m~
3 appagame`nto ~m~, soddisfacime`nto η ικανoπoίηση των φιλοδοξιών του == il soddisfacimento delle sue ambizioni
4 ricompe`nsa ~f~, compe`nso ~m~ η ικανοποίηση δεν ήταν ανάλογη με τον κόπο == la ricompensa non era adeguata alla fatica | η μεγαλύτερη ικανοπoίησή μoυ είναι να σε βλέπω ευτυχισμένο == la mia ricompensa più grande è vederti felice
5 piace`re ~m~ sessua`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ικανοποιημένος ικανοποιήσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---