Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ικανότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

capacità ~f~, abilità ~f~, idoneità ~f~ δεν αμφιβάλλω για τις ικανότητές σου == non dubito delle tue capacità | δεν έχει την απαιτoύμενη ικανότητα == non ha l'abilità richiesta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ικανότερος ικάντος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---