Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόικετεύω
ρήμα μεταβατικό implora`re, supplica`re ικέτεύσε το Θεό να τη βoηθήσει == implorò Dio di aiutarla | σε ικετεύω να μ' ακούσεις == ti supplico di ascoltarmi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |