Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόικέτης
ουσιαστικό αρσενικό su`pplice ~mf~, supplica`nte ~mf~ ικέτιδα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ικέτης] ικέτισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ικέτης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |