Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιλαρότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

ilarità ~f~, allegri`a ~f~ το συμβάν προκάλεσε γενική ιλαρότητα == l'accaduto suscitò l'ilarità generale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιλαρότερος ιλαροτραγικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---