Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιλαρός  
επίθετο

1 di persona i`lare, alle`gro, lie`to
2 di situazioni gioio`so, gioco`ndo, ride`nte, ame`no
3 diverte`nte, che desta ilarità, che fa ri`dere, co`mico ιλαρό θέαμα == scena comica

ιλαρότατος
επίθετο

superlativo di [ιλαρός]

ιλαρότερος
επίθετο

comparativo di [ιλαρός]

ιλαρώτατος
επίθετο

superlativo di [ιλαρός]

ιλαρώτερος
επίθετο

comparativo di [ιλαρός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιλαρά ιλαρότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---