Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ικανός  
επίθετο

1 di persona a`bile, capa`ce, ido`neo ικανός κoλυμβητής == abile nuotatore | ένας ικανός μεταφραστής == un capace traduttore | ικανός για στρατιωτική θητεία == idoneo al servizio militare
2 di cose sufficie`nte, baste`vole, discre`to δεν υπάρχει ικανός αριθμός λεωφορείων == non c'è un numero sufficiente di autobus | είναι ικανός για όλα == è capace di tutto | δε σε είχα ικανό για κάτι τέτοιο == non ti ritenevo capace di un'azione del genere

ικανότατος
επίθετο

superlativo di [ικανός]

ικανότερος
επίθετο

comparativo di [ικανός]

ικανώτατος
επίθετο

superlativo di [ικανός]

ικανώτερος
επίθετο

comparativo di [ικανός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ικανοποιώ ικανότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


είμαι ικανός σε κάτι = essere abile in qualcosa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---