ικανοποιητικός
επίθετο
soddisface`nte ικανoπoιητική συμφωνία == accordo soddisfacente | ικανoπoιητικός μισθός == stipendio soddisfacente
ικανοποιητικότερος
επίθετο
comparativo di [ικανοποιητικός]
ικανοποιητικώτερος
επίθετο
comparativo di [ικανοποιητικός]
ικανοποιητικότατος
επίθετο
superlativo di [ικανοποιητικός]
ικανοποιητικώτατος
επίθετο
superlativo di [ικανοποιητικός]
επίθετο
soddisface`nte ικανoπoιητική συμφωνία == accordo soddisfacente | ικανoπoιητικός μισθός == stipendio soddisfacente
ικανοποιητικότερος
επίθετο
comparativo di [ικανοποιητικός]
ικανοποιητικώτερος
επίθετο
comparativo di [ικανοποιητικός]
ικανοποιητικότατος
επίθετο
superlativo di [ικανοποιητικός]
ικανοποιητικώτατος
επίθετο
superlativo di [ικανοποιητικός]
permalink
ικανοποιητικός [επίθ.]
ικανοποιητικότατος [επίθ.]
ικανοποιητικότερος [επίθ.]
ικανοποιητικώτατος [επίθ.]
ικανοποιητικώτερος [επίθ.]
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
