Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόικανοποιητικός
επίθετο soddisface`nte ικανoπoιητική συμφωνία == accordo soddisfacente | ικανoπoιητικός μισθός == stipendio soddisfacente ικανοποιητικότατος επίθετο superlativo di [ικανοποιητικός] ικανοποιητικότερος επίθετο comparativo di [ικανοποιητικός] ικανοποιητικώτατος επίθετο superlativo di [ικανοποιητικός] ικανοποιητικώτερος επίθετο comparativo di [ικανοποιητικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |