Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ικανοποιούμαι
ρήμα παθητικό

1 ritene`rsi soddisfa`tto θα ικανoπoιηθώ μόνo όταν μου ζητήσει συγγνώμη == mi riterrò soddisfatto solo quando mi chiederà scusa
2 accontenta`rsi, contenta`rsi δεν ικανοποιείται με τίποτα == non si accontenta mai

ικανοποιώ  
ρήμα μεταβατικό

soddisfa`re, accontenta`re, appaga`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ικανοποιητικώτερος ικανός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---