Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιθαγενής
επίθετο indi`geno, nati`vo ιθαγενής πληθυσμός == popolazione indigena ιθαγενής ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 abori`geno ~m~ 2 auto`ctono ~m~ 3 indi`geno ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |