Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιησουΐτες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός ecclesiastico i Gesuiti ~mp~, la compagnia ~f~ di Gesù ιησουΐτης ουσιαστικό αρσενικό 1 ecclesiastico gesuita ~mf~ 2 (fig) gesui`ta ~mf~, perso`na ~f~ finta, ipo`crita ~mf~ Ιησουίτισσα ουσιαστικό θηλυκό variante di [ιησουίτης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |