Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεσαυρός
ουσιαστικό αρσενικό variante di [θησαυρός] θησαυρός ουσιαστικό αρσενικό 1 teso`ro ~m~ ανακαλύπτω ένα θησαυρό == scoprire un tesoro 2 ricche`zza ~f~ enorme οι θησαυροί του Kρoίσoυ == le ricchezze di Creso 3 (fig) minie`ra ~f~ θησαυρός πληροφοριών == miniera di informazioni 4 (fig) teso`ro, amo`re είσαι θησαυρός == sei un tesoro, amore 5 filologia teso`ro ~m~, thesa`urus ~m~ άνθρακες o θησαυρός == le nostre speranze sono andate in fumo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο κυνήγι του θησαυρού = caccia [θηλ.] al tesoro Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |