Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθηλιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 βρόχος la`ccio ~m~, cappio 2 di una rete maglia ~f~ 3 είδος κουμπότρυπας occhiello, asola +++ μου έβαλε θηλιά στο λαιμό == mi ha messo alle strette, mi ha messo con le spalle al muro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |