Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θεοσκόταδο [ουσ ουδ.] θεράπαινα {θεραπαινώ...
θεοσκότεινος [επίθ.] θεραπαινίδα [θηλ.ουσ]
θεοσοφία {χωρ. πληθ... θεραπαινίς [θηλ.ουσ]
θεοσοφικός [επίθ.] θεράπαυση [θηλ.ουσ]
θεοσοφιστής [ουσ αρσ ] θεραπεία {θεραπειών...
θεόσταλτος [επίθ.] θεραπευμένος [επίθ.]
θεόστραβος [επίθ.] θεραπεύομαι [ρ. παθ.]
θεότη [θηλ.ουσ] θεραπεύσιμος [επίθ.]
θεότης [θηλ.ουσ] θεράπευσις [θηλ.ουσ]
θεότητα {θεοτήτων} θεραπευτήριο {θεραπευτη...
Θεοτόκος [θηλ.ουσ] θεραπευτής [ουσ αρσ ]
θεότρελος [επίθ.] θεραπευτική [θηλ.ουσ]
θεούσα [θηλ.ουσ] θεραπευτικός [επίθ.]
Θεοφάνια {Θεοφανίων... θεραπεύτρια {θεραπευτρ...
θεοφιλέστατος [επίθ.] θεραπεύω (θεράπ-ευσ...
θεοφιλέστερος [επίθ.] θεράπιο [ουσ ουδ.]
θεοφιλής {θεοφιλ-ού... θεράποντας [ουσ αρσ ]
Θεόφιλος {-ου κ. -ί... θεράπων {θεράπ-οντ...
θεοφοβία [θηλ.ουσ] θέρετρο {θερέτρ-ου...
θεοφοβούμενος [επίθ.] θεριακλής {θεριακλήδ...
Θεόφραστος {-ου κ. -ά... θεριακλού {θεριακλού...
θεόφτωχος [επίθ.] θεριακώνομαι [ρ. παθ.]
θεοφυλλίνη [θηλ.ουσ] θέριεμα [ουσ ουδ.]
θεοφώτιστος [επίθ.] θεριεμένος [επίθ.]
θεόχτιστος [επίθ.] θεριεύω {θέρ-ιεψα,...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: