Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεότη
ουσιαστικό θηλυκό variante di [θεότης] θεότης ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [θεότητα] θεότητα ουσιαστικό θηλυκό 1 divinità ~f~, dio ~m~, e`ssere ~m~ divi`no οι αιγυπτιακές θεότητες == le divinità egiziane 2 divinità ~f~, natu`ra ~f~ divi`na permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |