Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεόσταλτος  
επίθετο

1 invia`to, manda`to da Dio
2 (fig) inatte`so, provvidenzia`le θεόσταλτη βροχή == pioggia provvidenziale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεοσοφιστής θεόστραβος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---