Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θάπτω [ρ. μτβ.] θαυμασιότερος [επίθ.]
θαράπαυση [θηλ.ουσ] θαυμασιότητα [θηλ.ουσ]
θαράπαψη [θηλ.ουσ] θαυμασιώτατος [επίθ.]
θαράπευση [θηλ.ουσ] θαυμασιώτερος [επίθ.]
θαρραλέα [επίρ.] θαυμασμός [ουσ αρσ ]
θαρραλέος [επίθ.] θαυμαστά [επίρ.]
θαρρετός [επίθ.] θαυμαστής [ουσ αρσ ]
θαρρεύω {θάρρ-εψα,... θαυμαστικό [ουσ ουδ.]
θάρρο [ουσ ουδ.] θαυμαστός [επίθ.]
θάρρος [ουσ αρσ ] θαυμάστρια {θαυμαστρι...
θάρρος {θάρρους |... Θαύματα [ουσ ουδ πληθ.]
θαρρώ {θαρρείς..... θαυματοποιία [θηλ.ουσ]
θαρσέα [επίρ.] θαυματοποιός [ουσ αρσ και θηλ.]
θαρσέως [επίρ.] θαυματουργία [θηλ.ουσ]
θάρσος [ουσ ουδ.] θαυματουργικός [επίθ.]
θαρσύς [επίθ.] θαυματουργός [επίθ.]
θαρσώ [ρ.αμτβ.] θαυματουργώ {θαυματουρ...
Θασίτης [ουσ αρσ ] θάφτω (έθαψα, θα...
Θασίτισσα [θηλ.ουσ] θάψιμο {θαψίμ-ατο...
θαύμα {θαύμ-ατος... θέα {χωρ. πληθ...
θαυμάζω {θαύμασ-α,... θεά [θηλ.ουσ]
θαυμασθός [επίθ.] θέαμα {θεάμ-ατος...
θαυμάσια [επίρ.] θεαματικά [επίρ.]
θαυμάσιος [επίθ.] θεαματικός [επίθ.]
θαυμασιότατος [επίθ.] θεαματικότητα {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: