Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθαρρεύω
ρήμα αμετάβατο 1 pre`ndere cora`ggio, farsi cora`ggio θάρρεψε και μπήκε == si fece coraggio ed entrò 2 cre`dere, immagina`re, suppo`rre oι κλέφτες θάρρεψαν πως δεν είναι κανείς στο σπίτι == i ladri pensarono che non ci fosse nessuno in casa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |