Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαυμασθός
επίθετο

variante di [θαυμαστός]

θαυμαστός  
επίθετο

mira`bile, meraviglio`so, degno di e`ssere ammira`to, stupe`ndo, straordina`rio τα θαυμαστά επιτεύγματα της πρoόδoυ == le mirabili conquiste del progresso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαυμάζω θαυμάσια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---