Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθαυμαστής
ουσιαστικό αρσενικό ammirato`re ~m~ έχει πoλλoύς θαυμαστές == ha molti ammiratori θαυμάστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [θαυμαστής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |