Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθάψιμο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 seppellime`nto ~m~, sepoltura ~f~ 2 sotterrame`nto ~m~, interrame`nto ~m~ τo θάψιμο ενός θησαυρoύ == sotterramento di un tesoro 3 ((figurato)) ((popolare)) lo sparla`re di qualcu`no permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |