Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεαματικότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 spettacolarità ~f~, grandiosità ~f~ 2 popolarità ~f~, i`ndice ~m~ di gradime`nto αυτή η εκπομπή έχει μεγάλη θεαματικότητα == questa trasmissione ha un alto indice di gradimento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |