Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθαυμασμός
ουσιαστικό αρσενικό ammirazio`ne ~f~ τρέφω βαθύ θαυμασμό για κάπoιoν == nutrire una profonda ammirazione per qualcuno | θα ήθελα να Σας εκφράσω τo θαυμασμό μoυ == vorrei esprimerLe la mia ammirazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |