Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθαυμάσιος
επίθετο meraviglio`so, mira`bile, incante`vole, sple`ndido, stupe`ndo, fanta`stico θαυμάσια ημέρα == una giornata meravigliosa | θαυμάσια θέα == vista incantevole | θαυμάσιoς άνθρωπoς == una persona fantastica θαυμασιότατος επίθετο superlativo di [θαυμάσιος] θαυμασιότερος επίθετο comparativo di [θαυμάσιος] θαυμασιώτατος επίθετο superlativo di [θαυμάσιος] θαυμασιώτερος επίθετο comparativo di [θαυμάσιος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |