Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΘασίτης
ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~m~~f~ dell'i`sola di Thassos Θασίτισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Θα|σί|της] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |