Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ζεματιστός [επίθ.] ζεστασιά {χωρ. πληθ...
ζεματώ {ζεματάς..... ζέστη {χωρ. γεν....
ζεματώ {ζεματάς..... ζεστό [ουσ ουδ.]
ζεμένος [επίθ.] ζεστοκοπιέμαι (ζεστοκοπ-...
ζεμπεκιά [θηλ.ουσ] ζεστός [επίθ.]
ζεμπέκικος [επίθ.] ζεστότατος [επίθ.]
ζεμπίλι {ζεμπιλ-ιο... ζεστότερος [επίθ.]
ζενεράλης [ουσ αρσ ] ζεστούτσικος [επίθ.]
ζενίθ [ουσ ουδ.] ζευγαλατείον [ουσ ουδ.]
ζενιθιακός [επίθ.] ζευγαλάτης [ουσ αρσ ]
ζενιθικός [επίθ.] ζευγαράκι {χωρ. γεν....
ζεν πρεμιέ [ουσ αρσ ] ζευγάρι {ζευγαρ-ιο...
ζεολιθικός [επίθ.] ζευγαρίζω {ζευγάρισα...
ζεόλιθος [ουσ αρσ ] ζευγάρισμα [ουσ ουδ.]
ζέπελιν [ουσ ουδ.] ζευγαρισμένος [επίθ.]
ζερβής ζερβέα/ζερ... ζευγάρωμα [ουσ ουδ.]
ζερβός [επίθ.] ζευγαρωμένος [επίθ.]
ζέση {-ης κ. -ε... ζευγαρώνομαι [ρ. παθ.]
ζέστα [θηλ.ουσ] ζευγαρώνω {ζευγάρω-σ...
ζεστά [επίρ.] ζευγαρώνω {ζευγάρω-σ...
ζεσταίνομαι [ρ. παθ.] ζευγαρωτός [επίθ.]
ζεσταίνω {ζέστα-να,... ζευγάς {ζευγάδες}
ζεσταίνω {ζέστα-να,... ζευγίτης {ζευγιτών}
ζέσταμα {ζεστάματο... ζεύγλα {ζευγλών}
ζεσταμένος [επίθ.] ζεύγμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: