Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζέστη
ουσιαστικό θηλυκό 1 caldo ~m~, calo`re ~m~ το παγωτό έλιωσε απ' τη ζέστη == il gelato si è sciolto per il caldo 2 caldo ~m~, calu`ra ~f~ ανυπόφορη ζέστη == caldo insopportabile 3 calo`re ~m~, tepo`re ~m~, confo`rto ~m~ 4 ((popolare)) febbre ~f~ δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη == non mi fa né caldo né freddo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |