Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζεστός  
επίθετο

1 caldo ζεστή σούπα == minestra calda
2 caldo, inte`nso, lumino`so ζεστά χρώματα == colori caldi
3 cordia`le, caldo ζεστό χαμόγελο == sorriso cordiale
4 caldo, febbricita`nte μου φαίνεσαι λίγο ζεστός == mi sembri un po' caldo το πήρε | ζεστά το θέμα == ha preso a cuore la questione

ζεστότατος
επίθετο

superlativo di [ζεστός]

ζεστότερος
επίθετο

comparativo di [ζεστός]

ζευστός
επίθετο

variante di [ζεστός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζεστοκοπιέμαι ζεστούτσικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---