Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζευγαρώνομαι
ρήμα παθητικό

1 accoppia`rsi
2 appaia`rsi

ζευγαρώνω  
ρήμα αμετάβατο

1 abbina`re, appaia`re
2 accoppia`re ζευγαρώνω έναν ταύρο με μια αγελάδα == accoppiare un toro con una mucca

ζευγαρώνω
ρήμα μεταβατικό

accoppia`rsi, congiu`ngersi, uni`rsi τα παπαγαλάκια ζευγάρωσαν == i pappagallini si sono accoppiati

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζευγαρωμένος ζευγαρωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---