Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζευγνύω
ρήμα μεταβατικό variante di [ζεύω] ζεύω ρήμα μεταβατικό 1 aggioga`re, attacca`re ζεύω δυο άλογα == attaccare una coppia di cavalli 2 (fig) far lavora`re duro τον έχει ζύψει o πατέρας του == il padre lo fa lavorare duro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |