Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζήλια
ουσιαστικό θηλυκό 1 invi`dia ~f~ σκάει από ζήλια == crepa d'invidia 2 gelosi`a τον έφαγε η ζήλια == è roso / divorato dalla gelosia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |