Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζήλος  
ουσιαστικό αρσενικό

impe`gno ~m~, zelo ~m~, sole`rzia ~f~ δείχνει πολύ μεγάλο ζήλο στη δουλειά του == mette molto impegno nel suo lavoro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζηλιαρόγατος ζηλότυπα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---