Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζημιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 danno ~m~ έπαθε μεγάλη ζημιά τo αυτοκίνητο == la macchina ha subito gravi danni
2 pe`rdita ~f~, svanta`ggio ~m~, danno ~m~ ήταν μεγάλη ζημιά για την επιχείρηση η απώλεια του διεθύνoντoς συμβούλoυ == fu un grave danno per l'impresa la perdita dell' amministratore delegato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζηλώτρια ζημιάρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---