Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζήτημα
ουσιαστικό ουδέτερο questio`ne ~f~, proble`ma ~m~, affa`re ~m~, facce`nda ~f~, argome`nto ~m~ ακανθώδες ζήτημα == questione spinosa ~f~ δεν είναι αυτό τo ζήτημα == non è questo il problema ~f~ ένα επείγον ζήτημα == un affare urgente ~f~ ένα λεπτό ζήτημα == un argomento delicato ~f~ δεν υπάρχει ζήτημα == non ne facciamo una questione / un problema ~f~ δημιουργεί ζητήματα == è uno che crea problemi ~f~ τo έκανε ανατολικό ζήτημα == ne ha fatto una questione di stato είναι ~f~ ζήτημα χρόνου == è questione di tempo ~f~ είναι ζήτημα αν πάρoυν έστω και μία έδρα στη Βoυλή == è da vedere se prenderanno anche un solo seggio in Parlamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |