Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζητιάνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ζητιάνος ^-ου, ο^]

ζητιάνος  
ουσιαστικό αρσενικό

mendica`nte ~mf~, accatto`ne ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζήτηση ζητιάνεμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---