Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζητιανεύω
ρήμα αμετάβατο chie`dere l'elemo`sina / la carità, mendica`re κατάντησε να ζητιανεύει για να ζήσει == si è ridotto a mendicare per vivere ζητιανεύω ρήμα μεταβατικό elemosina`re, mendica`re, chie`dere in elemosina μας ζητιάνεψε ένα πιάτο φαΐ == ci ha chiesto in elemosina qualcosa da mangiare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |