Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζημιώνομαι
ρήμα παθητικό 1 danneggia`rsi 2 scapita`re 3 sciuparsi ζημιώνω ρήμα αμετάβατο subi`re un danno, scapita`re, rime`tterci ζημίωσε από αυτή την επιχείρηση == in quell'affare ci ha rimesso ζημιώνω ρήμα μεταβατικό danneggia`re, reca`re danno με ζημίωσε η συνεργασία μαζί του == la sua collaborazione mi ha danneggiato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |