Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζηλεύγω
ρήμα αμετάβατο variante di [ζηλεύω] ζηλεύομαι ρήμα παθητικό variante di [ζηλεύομαι] ζηλεύω ρήμα αμετάβατο e`ssere gelo`so / invidio`so, ingelosi`rsi ό, τι και να κάνει αυτή, εκείνος δεν ζηλεύει == qualsiasi cosa lei faccia, lui non si ingelosisce ζηλεύω ρήμα μεταβατικό 1 invidia`re, prova`re invi`dia (per) ζηλεύω τα πλούτη του == invidio le sue ricchezze 2 e`ssere gelo`so (di) ζηλεύει τη γυναίκα του == è geloso della moglie ζουλεύω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ζηλεύω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |