Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζεύξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 aggiogame`nto ~m~ η ζεύξη δύο βοδιών == l'aggiogamento di due buoi
2 collegame`nto ~m~ di due rive oppo`ste tra`mite un ponte η ζεύξη ενός πoταμού == il collegamento delle rive di un fiume

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζεύλα Ζευς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---