Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζεύγος  
ουσιαστικό ουδέτερο

variante letteraria di [ζευγάρι ^-ου, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζευγολατιό ζευκτήρ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κατά ζεύγη = a coppie


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---