Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζευγάρωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 abbiname`nto ~m~, appaiame`nto ~m~
2 accoppiame`nto η εποχή του ζευγαρώματος == il periodo dell'accoppiamento
3 ((popolare)) aratu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζευγαρισμένος ζευγαρωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---