Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζευγάρι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 paio ~m~ ένα ζευγάρι κάλτσες == un paio di calze 2 αντρόγυνο co`ppia ~f~ ένα ευτυχισμένo ζευγάρι == una coppia felice permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαένα ζευγάρι κάλτσες = un paio [αρσ.] di calze Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |