Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζεστό  
ουσιαστικό ουδέτερο

beva`nda ~f~ calda σου έφτιαξα ένα ζεστό == ti ho preparato qualcosa di caldo (da bere)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζέστη ζεστοκοπιέμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---