Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζεσταίνομαι
ρήμα παθητικό 1 senti`re / ave`re caldo αν ζεσταίνεσαι, βγάλε το σακάκι σου == se hai caldo, togliti la giacca 2 riscaldarsi o κινητήρας ζεστάθηκε υπερβολικά == il motore si è riscaldato troppo / si è surriscaldato 3 (fig) senti`rsi incoraggia`to ζεστάθηκε με τις επαινετικές κριτικές που τον έκαναν == si sentì incoraggiato dai loro elogi, i loro elogi gli scaldarono il cuore ζεσταίνω ρήμα αμετάβατο diventa`re caldo ζέστανε o καιρός == comincia a far caldo ζεσταίνω ρήμα μεταβατικό 1 scalda`re, riscalda`re ζεσταίνω το φαγητό == riscaldare il cibo 2 (fig) riscalda`re oι κουβέντες του ζέσταναν την ατμόσφαιρα == il suo discorso ha riscaldato l'atmosfera permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |