Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζέση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 bollitu`ra ~f~
2 (fig) fervo`re ~m~, calo`re ~m~, foga ~f~ υπεράσπιζε τις απόψεις του με ζέση == sosteneva le sue opinioni con foga

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζερβός ζέστα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---