Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζέση
ουσιαστικό θηλυκό 1 bollitu`ra ~f~ 2 (fig) fervo`re ~m~, calo`re ~m~, foga ~f~ υπεράσπιζε τις απόψεις του με ζέση == sosteneva le sue opinioni con foga permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |