Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζεματάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ζεματώ] ζεματώ ρήμα αμετάβατο 1 scotta`re, brucia`re ζεματάει η σούπα == la zuppa scotta 2 scotta`re, brucia`re di febbre o άρρωστος ζεματάει == l'ammalato brucia di febbre ~f~ ζεματάει το μέτωπό του == gli scotta la fronte ζεματώ ρήμα μεταβατικό scotta`re, imme`rgere in un li`quido bolle`nte ζεματώ ένα κοτόπουλο == scottare un pollo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |