Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζεματίζομαι
ρήμα παθητικό

1 a`rdere
2 brucia`rsi
3 scotta`re
4 scotta`rsi

ζεματίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 cospa`rgere di liqui`do bolle`nte, imme`rgere in un li`quido bolle`nte, scotta`re, sottopo`rre ad una brevi`ssima cottu`ra ζεματίζω τα μακαρόνια με καφτό βούτυρo == condire la pasta con burro sfuso ~f~ ζεματίζω τις ντομάτες == scottare i pomodori
2 scotta`re, brucia`re κάθως τηγάνιζα, τo λάδι με ζεμάτισε στο μπράτσο == cucinando, mi sono scottato il braccio con l'olio bollente
3 (fig) pela`re τον ζεμάτισε η εφορία == il fisco l'ha pelato
4 (fig) addolora`re, amareggia`re, brucia`re με ζεμάτισαν τα λόγια του == le sue parole mi bruciano ancora

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζεμάτημα ζεμάτισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---