Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ετοιμάζομαι [ρ. παθ.] έτσου [επίρ.]
ετοιμάζω {ετοίμασ-α... ετυμηγορία {ετυμηγορι...
ετοιμασία {ετοιμασιώ... ετυμολογείται [ρ. απρ.]
ετοιμασμένος [επίθ.] ετυμολογία {ετυμολογι...
ετοιμόγεννη [επίθ.] ετυμολογικός [επίθ.]
ετοιμοθάνατος [επίθ.] ετυμολογώ {ετυμολογε...
ετοιμολογία [θηλ.ουσ] έτυμον [ουσ ουδ.]
ετοιμόλογος [επίθ.] Εύα [κύρ.όν. θηλ.]
ετοιμοπαράδοτος [επίθ.] ευαγγελίζω [ρ. μτβ.]
ετοιμοπόλεμος [επίθ.] ευαγγελικός θηλ. και ε...
ετοιμόρροπος [επίθ.] ευαγγέλιο {ευαγγελί-...
έτοιμος [επίθ.] ευαγγελισθής [ουσ αρσ ]
ετοιμότατος [επίθ.] ευαγγελισμός [ουσ αρσ ]
ετοιμότερος [επίθ.] ευαγγελιστής [ουσ αρσ ]
ετοιμότητα {χωρ. πληθ... ευαγέστατος [επίθ.]
έτος {έτ-ους | ... ευαγέστερος [επίθ.]
ετότες [επίρ.] ευαγής {ευαγ-ούς ...
ετούνος [επίθ.] ευάγωγος [επίθ.]
ετούτος [αντων.] ευάερος [επίθ.]
ετρουσκικός [επίθ.] ευαισθησία {δύσχρ. ευ...
Ετρούσκος [ουσ αρσ ] ευαισθητοποίηση [θηλ.ουσ]
έτσε [επίρ.] ευαισθητοποιούμαι [ρ. παθ.]
έτσι [σύνδ.] ευαισθητοποιώ [-είς, -εί...
έτσι [επίρ.] ευαίσθητος [επίθ.]
ετσιθελισμός [ουσ αρσ ] ευάλωτος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: