Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέτος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 anno έτος γεννήσεως == anno di nascita | πόσων ετών είστε; == quanti anni ha? | ακαδημαϊκό έτος == anno accademico | σχολικό έτος == anno scolastico | oικονομικό έτος == anno finanziario | εν έτει Κυρίου 1521 == nell'anno del Signore 1521 | τo σωτήριον έτος == nell'anno di grazia | ευτυχές το νέον έτος == felice anno nuovo! | επί δέκα συναπτά έτη == per dieci anni consecutivi | είναι στο τρίτο έτος της Ιατρικής == fa il terzo anno di Medicina 2 astronomia έτος φωτός == anno luce permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο δίσεκτο έτος = anno [αρσ.] bisestile || απαγορεύεται στους κάτω των 18 ετών = vietato ai minori di 18 anni Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |